- διαφθείρεται
- διαφθείρωdestroy utterlyaor subj mid 3rd sg (epic)διαφθείρωdestroy utterlypres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακολάκευτος — η, ο (Α ἀκολάκευτος, ον) [κολακεύω] εκείνος που δεν παρασύρεται ή δεν διαφθείρεται με κολακείες νεοελλ. αυτός τον οποίο δεν έχουν κολακέψει αρχ. όποιος δεν κολακεύει τους άλλους, δεν επιδιώκει να κολακέψει … Dictionary of Greek
εύφθαρτος — η, ο (ΑΜ εὔφθαρτος, ον) αυτός που φθείρεται εύκολα («ὡς ὀλιγοχρόνιόν ἐστι καὶ λίαν εὔφθαρτον τὸ φῡλον αὐτῶν ὑπομένωσι», Πολ.) αρχ. 1. αυτός που διαφθείρεται εύκολα 2. εύπεπτος, ευκολοχώνευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φθαρτός (< φθείρω)] … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
πόνος — Δυσάρεστη αίσθηση, στη γένεση της οποίας γίνεται αποδεκτή η συμμετοχή περιφερειακών νευρικών στοιχείων ποικίλης διαφοροποίησης, και κεντρικών νευρικών στοιχείων, τα οποία συντονίζουν τα ερεθίσματα που προέρχονται από την περιφέρεια. Ένα επώδυνο… … Dictionary of Greek
Μέγκιος — (κινεζικά Μενγκ K’ ο ή Μενγκ Τσε, εκλατινισμένος τύπος Mencius και εξελληνισμένος Μέγκιος, Τσόου, Σαντούνγκ 372 – 288 π.Χ.). Κινέζος φιλόσοφος. Ο εκλατινισμός του ονόματός του οφείλεται στους πρώτους ιησουίτες ιεραποστόλους που έφτασαν στην Κίνα … Dictionary of Greek
Μοντεσκιέ, Σαρλ Λουί ντε Σεκοντά, βαρόνος της Λα Μπρεντ και του- — (Charles Louis de Secondat, baron de La Brent et de Montesquieu, Λα Μπρεντ, Μπορντό 1869 – Παρίσι 1755). Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας δοκιμίων από τους επιφανέστερους εκπρόσωπους του Διαφωτισμού. Καταγόταν από οικογένεια ευγενών και έκανε… … Dictionary of Greek
αδιάφθορος — η, ο αυτός που δε διαφθείρεται, αχάλαστος: Μέσα στη γενική φθορά αυτός έμεινε αδιάφθορος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)